- μακρόπνοια
- η (Α μακρόπνοια) [μακρόπνοος]μακρά αναπνοή, βαθιά ανάσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακρόπνοια — deep breathing fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροπνοίας — μακροπνοίᾱς , μακρόπνοια deep breathing fem acc pl μακροπνοίᾱς , μακρόπνοια deep breathing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρόπνοιαν — μακρόπνοια deep breathing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μακροτονία — μακροτονία, ἡ (Α) [μακρότονος] 1. το να έχει κάποιος μακρά, βαθιά, ισχυρή αναπνοή, μακρόπνοια 2. το φυσικό σθένος … Dictionary of Greek